- ὑποβιβάζειν
- ὑποβιβάζωdrawpres inf act (attic epic)ὑποβιβάζωdrawpres inf act (attic epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
υποβιβάζω — ὑποβιβάζω ΝΜΑ 1. κάνω κάτι να κατέβει χαμηλότερα, χαμηλώνω, κατεβάζω 2. μτφ. μειώνω τη σημασία προσώπου ή πράγματος, τού αποδίδω κατώτερη αξία νεοελλ. 1. (σχετικά με πρόσ.) τοποθετώ κάποιον σε κατώτερη βαθμίδα ή θέση ή σε κατώτερο αξίωμα («τόν… … Dictionary of Greek